ἔπαυλις

Revision as of 11:34, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A steading, Hdt.1.111; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῦ ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν Plb.5.35.13, cf.IG14.1284, etc. 2 farm-building, country house, D.S.12.43, Plu.Pomp.24, Alciphr.Fr. 6.1, etc. 3 in military language, quarters, ἔ. ποιεῖσθαι encamp, Pl.Alc.2.149c; ἐπὶ στρατοπεδείᾳ Plb.16.15.5. 4 unwalled village, LXXLe.25.31,al.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαυλις: -εως, ἡ, ἀγροτικὴ κατοικία βουκόλου, μάνδρα, Ἡρόδ. 1. 111· οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῖ ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν, αὐλίζεσθαι ἐν τῇ αὐτῇ μάνδρᾳ, Πολύβ. 5. 35, 13, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 6125. 11. 2) ὑποστατικόν, τὸ Τουρκιστὶ λεγόμενον «τσιφλίκι», οἰκία ἀγροτική, Διόδ. 12. 43, Πλουτ. Πομπ. 34, κλ. 3) ἐν στρατιωτικῇ γλώσσῃ, κατάλυμα, ἐπ. ποιεῖσθαι, καταλύειν, στρατοπεδεύειν, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 149C· ἐπὶ τόπῳ Πολύβ. 16. 15, 5.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 endroit pour passer la nuit, particul. pour le bétail parc, étable;
2 bien de campagne;
3 camp, bivouac.
Étymologie: ἐπί, αὐλή.

English (Strong)

from ἐπί and an equivalent of αὐλή; a hut over the head, i.e. a dwelling: habitation.

English (Thayer)

ἐπαυλισεως, ἡ (ἐπί and αὖλις tent, place to pass the night in; hence, a country-house, cottage, cabin, fold), a farm; a dwelling (A. V. habitation): Diodorus, Plutarch, others; also a camp, military quarters, Plato, Polybius)

Greek Monotonic

ἔπαυλις: -εως, ἡ, = το επόμ., σε Ηρόδ.· στάνη, μάντρα για πρόβατα.

Russian (Dvoretsky)

ἔπαυλις: εως ἡ
1) загон, стойло Her., Polyb.;
2) имение, поместье Diod., Plut.;
3) лагерь, стоянка, бивак Plat., Polyb.

Middle Liddell

ἔπ-αυλις, εως = ἔπαυλος, Hdt.]
a fold, Hdt.

Chinese

原文音譯:œpaulij 誒普-凹利士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在上-庭院 相當於: (חָצֵר‎ / חֲצֵרִים‎)
字義溯源:遮身茅舍,住處,家園,住宅;由(ἐπί)*=在⋯上)與(αὐλή)=場地)組成;其中 (αὐλή)出自(ἀήρ)=空氣),而 (ἀήρ)出自(Ἄζωτος)X*=吹,呼吸)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 住處(1) 徒1:20