ὀνειδιστέον
English (LSJ)
A one must reproach, τινι Pl.Lg.689c, Ph. 2.305.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειδιστέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ ὀνειδίζω, δεῖ ὀνειδίζειν, τινὶ Πλάτ. Νόμ. 689C.
A one must reproach, τινι Pl.Lg.689c, Ph. 2.305.
ὀνειδιστέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ ὀνειδίζω, δεῖ ὀνειδίζειν, τινὶ Πλάτ. Νόμ. 689C.