ὑποθέω

Revision as of 14:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

fut. -θεύσομαι, A make a secret attack, ποτὶ ἐχθρόν . . λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι Pi.P.2.84. 2 cut in before, in running a race, supplant, Ar.Eq.1161; of a solar eclipse, ἐκλείπει . . τῆς σελήνης ὑποθεούσης αὐτόν Cleom.2.3; ἡ σελήνη ὑποθεύσεται τὸν ἥλιον Them. Or.26.317b. II of dogs, run in too hastily, X.Cyn.3.8.

German (Pape)

[Seite 1217] (s. θέω), unterlaufen, entgegenlaufen, angreifen, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι ποτὶ ἐχθρόν Pind. P. 2, 84; – vorlaufen, Ar. Equ. 1157; – zurücklaufen, Xen. ven. 3, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποθέω: μέλλ. -θεύσομαι, ὑποτρέχω, κρυφίως προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι ποτὶ ἐχθρόν, πρὸς δὲ τὸν ἐχθρὸν δίκην λύκου ὑποδραμοῦμαι, δηλ. ἐνεδρεύων καθάπερ λύκος, Πινδ. Π. 2. 155. 2) προσπαθῶ δι’ ἀπάτης νὰ περάσω τὸν ἀντίπαλόν μου ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ προξενῶν αὐτῷ ἐμπόδιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1161· - ἐπὶ ἐκλείψεως, ἡ σελήνη ὑπ. τὸν ἥλιον Κλεομήδ. Κυκλ. Θεωρ. Μετεώρ. σ. 116, 7. ΙΙ. ἐπὶ κυνῶν, τρέχω κατόπιν ἄλλου, Ξεν. Κυνηγ. 3, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 t. d’astron. courir ou accomplir sa course sous;
2 courir insidieusement, se jeter traîtreusement sur;
3 courir pour supplanter, supplanter;
4 dépasser en courant, courir en avant.
Étymologie: ὑπό, θέω.

English (Slater)

ὑποθέω
   1 run down ποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι (P. 2.84)

Greek Monolingual

Α
1. επιτίθεμαι κρυφά ή δολίως
2. (σε αγώνα δρόμου) προσπαθώ να περάσω τον αντίπαλό μου παρεμβάλλοντας εμπόδια
3. (για σκυλιά) τρέχω πολύ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + θέω «τρέχω»].

Greek Monotonic

ὑποθέω: μέλ. —θεύσομαι,
1. μπαίνω τρέχοντας κάτω από, πραγματοποιώ μυστική έφοδο, επίθεση, σε Πίνδ.
2. προσπαθώ με απάτη να περάσω τον αντίπαλό μου προκαλώντας του εμπόδιο, εκτοπίζω, παραγκωνίζω, υποσκελίζω, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για σκυλιά, τρέχω στο κατόπι με βιασύνη, σβελτάδα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑποθέω: (fut. ὑποθεύσομαι)
1) нападать врасплох или из засады (ποτὶ ἐύρόν Pind.);
2) выбегать вперед, обгонять, опережать Arph., Xen.

Middle Liddell

fut. -θεύσομαι
I. to run in under, make a secret attack, Pind.
2. to run in before, to supplant, Ar.
II. of dogs, to run in too hastily, Xen.