A v. ὠφέλεια.
ὠφελία: ἴδε ὠφέλεια.
ας (ἡ) :v. ὠφέλεια.
ὠφελία: Ιων. -ίη, βλ. ὠφέλεια.
ὠφελία: ион. ὠφελίη ἡ = ὠφέλεια.