νίφα

Revision as of 15:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

[ῐ], τήν, A snow, acc. from nom. νίψ, which is not found (cf. λίβα, λίπα), Hes.Op.535.

German (Pape)

[Seite 257] unregelmäßiger acc. sing. zu νιφάς, Schnee, wie von einem nom. νιψ Hes. O. 537.

Greek (Liddell-Scott)

νίφα: [ῐ], τήν, χιόνα, αἰτ. σχηματισθεῖσα ἐξ ὀνομ. νίψ, ἥτις δὲν εὑρίσκεται (πρβλ. λίβα, λίπα), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 533.

French (Bailly abrégé)

v. *νίψ.

Greek Monolingual

νίφα, τήν (Α)
(ποιητ. αιτ. του νιψ) τήν χιόνα («ἀλευόμενοι νίφα λευκήν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ- του ρ. νείφει «χιονίζει»].

Greek Monotonic

νίφα: [ῐ], τήν, χιόνι, αιτ. από ονομ. νίψ, που δεν απαντά, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

νίφα: (ῐ) acc. к *νίψ.

Middle Liddell


snow, acc. formed from a nom. νίψ, which is not found, Hes.