φωνίον

Revision as of 09:25, 18 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό, Dim. of φωνή (quiet voice), Arist.Aud.803b24.

German (Pape)

[Seite 1322] τό, dim. von φωνή, Stimmchen, Arist.

Greek (Liddell-Scott)

φωνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ φωνή, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 57· ― οὕτω, φωνίς, ίδος, ἡ, Ἀρκάδ. 32.

Greek Monolingual

τὸ, Α φωνή
υποκορ. σιγανή φωνή.

Russian (Dvoretsky)

φωνίον: τό слабый звук (τὰ φωνία λεπτά Arst.).