οἰστροδόνητος

Revision as of 13:14, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ον, = οἰστροδίνητος (driven round and round by the gadfly), A. Supp. 573 (lyr.), Ar. Th. 324 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροδόνητος: ἴδε οἰστροδίνητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. οἰστροδίνητος.
Étymologie: οἶστρος, δονέω.

Greek Monolingual

οἰστροδόνητος και οἰστρόδονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) οιστροδίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -δόνητος / -δονος (< δονῶ), πρβλ. αερο-δόνητος, πολύ-δονος].

Russian (Dvoretsky)

οἰστροδόνητος: гонимый слепнем (Ἰώ Aesch.).