ὀσμύλος

Revision as of 13:14, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὁ, = ὀσμύλη (strong-smelling musky octopus, Eledone cirrosa), Arist. ap. Ath. 7.318e, Ael. NA 5.44, Oppian. H. 1.307, 310.

German (Pape)

[Seite 396] ὁ, = ὀσμύλη; Opp. Hal. 1, 307; Ael. A. 5, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ὀσμύλος: ὁ, διάφ. γραφ. ἀντὶ μόρμυρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 7, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 5. 44., 9. 45.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de polype de mer qui exhale une odeur forte, poisson.
Étymologie: ὀσμή.

Greek Monolingual

ὀσμύλος, ὁ (Α)
1. είδος πολύποδα, η οσμύλη
2. (δ. ανάγν.) μορμύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + επίθημα -ύλος (πρβλ. αρκτ-ύλος)].

Russian (Dvoretsky)

ὀσμύλος: ὁ Arst. = ὀσμύλη.