καρνοστάσιον

Revision as of 10:34, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. κάρνος.

Greek Monolingual

καρνοστάσιον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μάνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρνος + -στάσιον (< ασθενές θ. στᾰ του ἵστημι, πρβλ. στᾰ-τός + κατάλ. -σιον), πρβλ. βου-στάσιον, εργο-στάσιον].