ἔσοδος
English (LSJ)
v. εἴσοδος.
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
ion. et anc. att. p. εἴσοδος.
English (Slater)
ἔσοδος
a access, avenue met. ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε (P. 5.116)
b dub., entry (into competition). Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων (Bowra: ὀργαῖς πάσαις ὃς ἱππείαν ἔσοδον codd.: ἱππικὰς ἁμίλλας Σ paraphr.) (P. 6.50)
Russian (Dvoretsky)
ἔσοδος: = εἴσοδος.