ἐπήν
English (LSJ)
v. ἐπεί.
German (Pape)
[Seite 920] ep. u. ion. = ἐπάν, w. m. s.; auch Thuc. 5, 47 u. 8, 58, beidemal in Dokumenten; Ar. Av. 1355 Lys. 1175; Xen. Cyr. 5, 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπήν: ἐκ τοῦ ἐπεὶ καὶ ἄν, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις μέχρι Ξεν., ὅτε κατὰ πρῶτον ἀναφαίνεται τὸ ἐπάν, ἐνῷ ἐν τῇ Ἰάδι τοῦ Ἡροδ. καὶ Ἱππ. ὁ ἐπικρατὼν τύπος εἶναι τὸ ἐπεάν:- Σύνδεσμος χρονικός, ὁπόταν, ὅταν: 1) μεθ’ ὑποτακτ., α) πρὸς δήλωσιν ὑποτιθεμένης περιστάσεως, ἐπὴν πτολίεθρον ἕλωμεν Ἰλ. Δ. 239, κτλ. β) πρὸς δήλωσιν πράξεως ἐπαναλαμβανομένης ἐν τῷ μέλλοντι, ἄμητος δ’ ὀλίγιστος, ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεὺς Ἰλ. Τ. 223, Ὀδ. Λ. 192, Ἡρόδ. κλ. 2) μετ’ εὐκτ., α) πρὸς δήλωσιν πράξεως ἐπαναληφθείσης ἐν τῷ παρελθόντι, ἐπεὶ δαΐδας παραθεῖτο Ὀδ. Β. 105, Δ. 222, κτλ. β) ὅπως ἐκφέρῃ λέξεις ἢ σκέψεις ἑτέρας, Ἰλ. Τ. 208, Ω. 227. 3) μεθ’ ὁριστ. μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς ἐν Σχολ. εἰς Λουκ. Περεγρ. 9.
French (Bailly abrégé)
ion. et épq. c. ἐπάν.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ἐπήν: эп.-ион. = ἐπάν.