λωγάς

Revision as of 10:44, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

πόρνη, Hsch.; cf. λωγάλιοι.

Greek Monolingual

λωγάς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πόρνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λωγάνιον και εμφανίζει επίθημα -ας, -άδος, ενώ για την παρόμοια σημασιολογική εξέλιξη, από «δέρμα» με σημ. «πόρνη», πρβλ. κασαλβάς, κασαυράς, κασωρίς, λατ. scortum. Επίσης συνδέεται με τον τ. λωγάλιοι.