ἰθύλορδος

Revision as of 10:59, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

η, ον (ος, ον Mochl. l.c.), frontally convex, Hp. Art. 45, Mochl. 1, cf. Gal. 18(2).542.

German (Pape)

[Seite 1245] gerade vorwärts gebogen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθύλορδος: -η, -ον, ἴδε ἰθύκυφος.

Greek Monolingual

ἰθύλορδος, -ον, θηλ. και ἱθυλόρδη (Α)
(για το κάτω τμήμα της σπονδυλικής στήλης) κυρτός στο μπροστινό μέρος ή που φαίνεται ίσιος από μπροστά και κυρτός προς τα εμπρός από τα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + λορδός «κυρτός»].