αἰγίπους
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
αἰγίπους: ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, = τῷ προηγ., Ἡρόδ. 4. 25.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ίποδος
aux pieds de chèvre.
Étymologie: αἴξ, πούς.
Spanish (DGE)
-ουν
• Morfología: [gen. -ποδος]
de pies de cabra οἰκέειν τὰ ὄρεα αἰγίποδας ἄνδρας Hdt.4.25, neutr. Sch.Theoc.1.3/4d.
Greek Monotonic
αἰγίπους: -ποδος, ὁ, ἡ, τὸ αἰγίπουν = το προηγ., σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
αἰγίπους: 2, gen. ποδος козлоногий (ἄνδρες Her.).
Middle Liddell
= αἰγιπόδης, Hdt.]