ἱπποκόσμια

Revision as of 18:10, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

τά, A horse-trappings, Hsch. s.v. φάλαρα, Charis. p.549K., Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκόσμια: τά, κοσμήματα ἵππων, Ἡσύχ. ἐν λ. φάλαρα.

Greek Monolingual

ἱπποκόσμια, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κοσμήματα ίππων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κοσμιον (< κόσμος «στολισμός»), πρβλ. ημι-κόσμιον, κορο-κόσμιον.