ὠκύπλοος

Revision as of 21:13, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, A quick-sailing, Hsch. s.v.ὠκύκλοος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύπλοος: -ον, «ὁ ταχὺ πλέων» Ἡσύχ.· «ὠκυπλόων, ταχυπόρων» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ταχὺ πλέων»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ταχύπορος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πλόος (< πλέω), πρβλ. ταχύ-πλοος].