ὀξυλάλος

Revision as of 10:15, 4 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A glib of tongue, Ar. Ra.815 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠλάλος: [ᾰ], -ον, ὀξέως, ταχέως λαλῶν, λάλος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 815.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui bavarde vivement.
Étymologie: ὀξύς, λαλέω.

Greek Monolingual

ὀξυλάλος, -ον (Α)
1. αυτός που μιλά γρήγορα, φλύαρος
2. ετοιμόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + λάλος «ομιλητικός, φλύαρος» (πρβλ. ηδυ-λάλος)].

Greek Monotonic

ὀξῠλάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που μιλάει με ταχύτητα, πολυλογάς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀξῠ-λᾰ́λος, ον,
glib of tongue, Ar.