ὀνοθήρας

Revision as of 19:40, 14 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ὁ, and ὀνόθουρις, ἡ, A oleander, Nerium oleander, Thphr.HP9.19.1, Dsc.4.117.

German (Pape)

[Seite 348] ὁ, zw. L. für οἰνοθήρας.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοθήρας: ὀνοθουρίς, ἴδε οἰνοθήρας.

Greek Monolingual

ὀνοθήρας, ὁ, θηλ. ὀνόθουρις (Α)
το φυτό νέριο ή ροδοδάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. και ονάγρα].