σκύλμα

Revision as of 08:50, 14 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")

English (LSJ)

ατος, τό, A hair plucked out, κόμης σκύλματα AP5.129 (Maec.); σκύλμα κόμης ib.247 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 907] τό, zerrauftes, zerzaus'tes Haar, κόμης σκύλματα εἰκαῖα, Qu. Maec. 3 (V, 130), das Zerraufen des Haares, vgl. Ruhnk. ep. cr. p. 73.

Greek (Liddell-Scott)

σκύλμα: τό, ἐκτετιλμένη κόμη, κόμης σκύλματα Ἀνθ. Π. 5. 130· σκύλμα κόμης αὐτόθι 248· πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. 73.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
μσν.
ενόχληση ή σύγχυση
αρχ.
μαδημένα μαλλιά («κόμης εἰκαῖα... σκύλματα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλλω «σπαράζω, ξεσχίζω» + κατάλ. -μα (πρβλ. σφάλ-μα)].

Russian (Dvoretsky)

σκύλμα: ατος τό σκύλλω вырванный клок (κόμης σκύλματα Anth.).