-έω, ΜΑ ἀσκῶεξασκώ, γυμνάζω κάποιον επί πλέον («προσασκοῡνται τῷ φόβῳ», Ιώσ.)αρχ.παθ. προσασκοῦμαι, -έομαι(για γη) καλλιεργούμαι.