προξενώ

Revision as of 14:20, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

Greek Monolingual

προξενῶ, -έω, ΝΜΑ πρόξενος
προκαλώ κάτι, γίνομαι αίτιος να γίνει κάτι (α. «ξίφος έξω από τη θήκη / πλέον ανδρείαν σού προξενεί», Σολωμ.
β. «ταύτην σοι τὴν εὐδαιμονίαν προξενοῡμεν», ΚΔ
γ. «οἱ ταύτην Καίσαρι τὴν τιμὴν προξενοῦν τες», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
συνιστώ κάποιον σε έναν άλλο, δίνω καλές συστάσεις για κάποιον (α. «νὰ σὲ γιατρεύση, Δέσποτα, νὰ σὲ τὸν προξενήσω», Πρόδρ.
β. «ἐμεμφόμην αὐτῷ λέγων οἷον ἄνθρωπον προὐξένησέ μοι», Δημοσθ.)
αρχ.
1. είμαι πρόξενος, έχω δικαιοδοσίες προξένου («οὔτε γὰρ προξενῶ τῶν ἀνδρῶν», Δημοσθ.)
2. ενεργώ ως πρόξενοςτότε πρέσβεις δεῡρ' ἀφικνούμενοι καὶ σὺ προὐξένεις αὐτῶν», Δημοσθ.)
3. προστατεύω, υποστηρίζω κάποιον («σοῡ μὲν ἐλθούσης χθόνα, πειράσομαί σου προξενεῖν, δίκαιος ὤν», Ευρ.)
4. συμβουλεύω, δίνω οδηγίες σε έναν ξένο («ὦ φίλταθ', ὡς νῦν πᾱν τελοῦν τι προξένει», Σοφ.)
5. δίνω την ευκαιρία, παρέχω τη δυνατότητα σε κάποιον («καὶ ὁ θεός δι' εὐμένειαν προξενεῑ μοι... καταλῡσαι τὸν βίον», Ξεν.).