χειραγωγώ
Greek Monolingual
χειραγωγῶ, -έω ΝΜΑ χειραγωγός
1. οδηγώ κάποιον κρατώντας τον από το χέρι (α. «ὥσπερ τυφλὸν ἐχειραγώγει», Γρηγ. Ναζ.
β. «δεσπότην μετὰ τῆς μητρὸς ἐχειραγώγει», Ποσειδών.)
2. καθοδηγώ (α. «τὴν τοῦ νόμου παίδευσιν χειραγωγοῡσαν ἡμᾱς εἰς Χριστόν», Ωριγ.
β. «κυβερνήτου τὴν ὁλκάδα χειραγωγοῦν
τος», Ηλιόδ.)
νεοελλ.
κατευθύνω κάποιον εκεί όπου θέλω, στρέφω κάποιον στην κατεύθυνση που θέλω εγώ.