μορφοποιός

Revision as of 12:21, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑσαν" to "εῖσαν")

German (Pape)

[Seite 209] gestaltend, K. S.

Greek Monolingual

μορφοποιός, -όν (Μ)
αυτός που δίνει μορφή, που κατασκευάζει εικόνα, ο ζωγράφος («ἐκ μορφοποιοῡ χειρὸς ὡραϊσμένην βλέποντες ἄνδρες ἐγγραφεῖσαν ἐνθάδε», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -ποιός].