μνααίος

Revision as of 12:55, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

Greek Monolingual

μνααῖος και μναῖος και μνάϊος -α, -ον (Α)
αυτός που έχει βάρος το οποίο ισοδυναμεί με μία μνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ + κατάλ. -αῖος (πρβλ. δοχ-αίος). Ο τ. μναῖος / μνάϊος < μνᾶ + κατάλ. -ιος].