Adv. A furiously, madly, Opp.H.2.573.
λυσσηδόν: Ἐπίρρ., μανιωδῶς, μετὰ μανίας, Ὀππ. Ἁλ. 2. 573.
λυσσηδόν (Α)επίρρ. λυσσωδώς, μανιωδώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν, λυκ-ηδόν)].