λυσσηδόν

Revision as of 11:45, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

Adv. A furiously, madly, Opp.H.2.573.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσηδόν: Ἐπίρρ., μανιωδῶς, μετὰ μανίας, Ὀππ. Ἁλ. 2. 573.

Greek Monolingual

λυσσηδόν (Α)
επίρρ. λυσσωδώς, μανιωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν, λυκ-ηδόν)].