πρέσβυς

Revision as of 12:05, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

Pi.P.4.282, A.Ag.530, εως or εος (v. infr. ΙΙ), ὁ, voc. A πρέσβῠ E.Or.476, Ar.Th.146:—old man (poet. for prose πρεσβύτης), in this sense only used in nom., acc., and voc., ὁ πρέσβυς Πόλυβος S.OT941; Φοῖνιξ ὁ πρέσβυς Id.Ph.562; δριμὺς πρέσβυς Ar.Av.255 (lyr.); πατέρά πρές βυν S.Ph.665; πρέσβυ Id.OT1013, 1121; ὦ πρέσβυ E. l. c., Ar. l. c.; ὁ π. the elder, A. Ag.184 (lyr.), 205 (lyr.), 530; cf. πρέσβα, πρέσβειρα, πρεσβηΐς, πρέσβις: pl. πρέσβεις, elders, three times in Trag., always voc. (v. infr. III), A. Pers. 840, S.OT 1111, E.HF247; for πρεσβῆ, πρεσβῆες, πρισγεῖες, v. πρεσβεύς: Comp. and Sup. are the only forms found in Hom., Comp. πρεσβύτερος, α, ον (late πρεσβυτερωτέρα PLond.2.177.15 (i A. D.)), elder, Il.11.787, 15.204, Hdt.2.2, etc.; πλεῖν ἢ 'νιαυτῷ = by more than a year, Ar.Ra.18; πρεσβυτέρα ἀριθμοῦ = older than the fit number, Pi. Fr.127; βουλαὶ πρεσβύτεραι = thy counsels wise beyond thy years, Id.P.2.65; γνώμη π. τῆς ἡλικίας D.H.5.30; οἱ σοφοὶ καὶ π. Arist.EE1215a23; of animals, Id.HA546a7; ἵππος π. ἤδη ὤν rather old, PCair.Zen. 225.8 (iii B. C.); also δένδρα π. Thphr.CP1.13.8; ἐπὶ τὸ π. ἰέναι become older, Pl.Lg.631e; ἵνα μὴ π. ὢν ῥέμβωμαι in my old age, PCair. Zen. 447.9 (iii B. C.): Sup. πρεσβύτατος, πρεσβύτατη, πρεσβύτατον, eldest, Il.4.59, 11.740, Hes.Th.234, etc.; π. γενεῇ Il.6.24; as a term of respect, ἐγὼ παλαιότατός εἰμι σὺ δὲ π. Plu.Nic.15; of animals, Arist.HA546a4, al. : for the poet. forms πρέσβιστος, πρεσβίστατος, v. πρέσβιστος, and cf. πρεῖγυς. 2 Comp. and Sup., of things, more important or most important, taking precedence, esp. πρεσβύτερόν τι ἔχειν (or πρεσβύτερόν οὐδὲν ἔχειν) = deem higher, deem more important, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ἐποιεῦντο ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν Hdt. 5.63; οὐδὲν πρεσβύτερον νομίζω τᾶς σωφροσύνας E.Fr.959 (lyr.); ἐμοὶ οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον τοῦ… Pl.Smp.218d; πρεσβύτατον κρἰναί τι Th. 4.61; merely of magnitude, πρεσβύτερον κακοῦ κακόν = one evil greater than another, S.OT1365 (lyr.); χρεῶν πάντων πρεσβύτατα Pl.Lg.717b. Adv., -τέρωσγυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι Id.R.548c, cf. Jul. Or.4.132c. II = πρεσβευτής, ambassador, in nom. sg. only cj. in A. Supp.727 (v. πρέσβη) and in Prov. ap. Sch.Il.4.394 (v. πρέσβις (A)); gen. πρέσβεως Ar.Ach.93 (at end of line); πρέσβεος Choerob. in Theod. 1.233: dual πρέσβει (written πρεσβε) IG12(1).977.45,57 (Carpathos, iv B. C.): pl. πρέσβεις, Dor. uncontr. πρέσβεες ib.14.952.11 (Acragas, iii B. C.) (at first more freq. than πρεσβευταί (q. v.)), Ar.Ach.61, IG12.52.1, 22.1.20, al., D.19.183; acc. πρέσβεις IG12.46.24, Foed. ap. Th.4.118, X.HG4.8.13; gen. πρέσβεων, dat. πρέσβεσι, Ar.Ach.76,62, IG22.1.7. III at Sparta a political title, president, τῶν ἐφόρων ib.5(1).51.6, 552.11; νομοφυλάκων ib.555b19; βιδέων ib.556.6; συναρχίας ib.504.16; τῆς φυλῆς ib.564.3; (σφαιρέων) ib.675.5; gen. sg. πρέσβεως ib. 504.16, al. 2 Comp. πρεσβύτερος, elder, alderman, τῆς κώμης BGU 195.30 (ii A. D., pl.), cf. POxy.2121.4 (iii A. D.), etc.; ἐκρίθημεν ἐπί τε Νουμηνίου καὶ ἐπὶ τῶν π. PCair.Zen.520.4 (iii B. C.), cf. UPZ124.22, 36 (ii B. C.); τοῖς ἱερεῦσι καὶ (both) τοῖς π. καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσι OGI194.3 (Egypt, i B. C.); οἱ π. τῶν ὀλυροκόπων ib.729 (Alexandria, iii B. C.); πρέσβυς τῶν γεωργῶν PTeb.13.5 (ii B. C.); π. γέρδιοι IGRom.1.1122 (Theadelphia, ii A. D.); τέκτονες π. ib.1155 (Ptolemaïs Hermiu, i A. D.): elder of the Jewish Sanhedrin, Ev.Matt.16.21, etc.; later, elder of the Christian Church, presbyter, Act.Ap.11.30, 20.17, 1 Ep.Ti.5.19, POxy.1162.1 (iv A. D.), etc.; of the Apostles, 2 Ep.Jo.1.1, 3 Ep.Jo.1.1. IV wren, Arist.HA609a17, 615a19, Hsch.; cf. σπέργυς. (-βυ-, Cret. -γυ- (in πρεῖγυς), cogn. with Skt. -gu in vanar-gú- 'one who lives or moves in the forest', Lith. žmogùs 'man' (lit. 'one who moves on the ground'); πρεσ- cogn. with Lat.prae, pristinus; the oldest sense of πρέσβυς is 'going in front, taking precedence'.)

German (Pape)

[Seite 699] ὁ, gen. υος u. εως, 1) alt, der Alte; vom sing. in dieser Bdtg nur nom., acc. u. voc. πρέσβυν u. πρέσβυ gebräuchlich (vgl. πρέσβα u. πρέσβειρα, wonach die Ableitung Döderlein's von πρέπω, der sich durch seine Würde auszeichnet, in die Augen fallend, ehrwürdig, viel für sich hat); ἐν βουλαῖς πρέσβυς, Pind. P. 4, 282; ἡγεμὼν ὁ πρέσβυς νεῶν Ἀχαϊκῶν, Aesch. Ag. 177; ἄναξ, 198. 516; Soph. Phil. 558. 661 u. öfter im nom., acc. u. voc., wie bei Eur. u. a. D. – Nach Arist. H. A. 9, 11 hieß so auch der Zaunkönig. – Häufiger im compar. u. superl., πρεσβύτερος, der ältere, πρεσβύτατος, der älteste; γενεῇ μὲν ὑπέρτερός ἐστιν Ἀχιλλεύς, πρεσβύτερος δὲ σύ ἐσσι, Il. 11, 787, vgl. 15, 204; πρεσβύτατος γενεῇ, der Aelteste von Geburt, 6, 24; καί με πρεσβυτάτην τέκετο Κρόνος, 4, 59, wie πρεσβύτατον ἔτεκεν Pind. Ol. 7, 74; πρεσβύτερος ἐνιαυτῷ, Ar. Ran. 18, u. so in Prosa nicht selten: ὡς πρεσβύτερος νεωτέροις, Plat. Prot. 320 c; πρεσβυτέρους τοὺς ἄρ χοντας δεῖ εἶναι, Rep. III, 412 c, u. sonst, τῷ πρεσβυτάτῳ τῶν ἐκγόνων, Critia. 114 d, Xen. πρεσβύτεροι im Ggstz von παῖδες, Cyr. 1, 2, 2; Folgde überall; ὑπεξαναστῆναι πρεσβυτέρῳ, Plut. Lyc. 20. (Die Formen πρέσβιστος u. πρεσβίστατος s. oben besonders.) – Auch im plur. οἱ πρέσβεις, dat. πρέσβεσιν, die Alten, gew. mit dem Nebenbegriffe die Geehrten, Angesehenen; Aesch. Pers. 826; bei Hes. Sc. 245 πρέσβηες (s. ob. πρεσβεύς). – In der Bdtg geehrt, ehrwürdig compar. u. superlat. auch in Prosa; vgl. nihil antiquius habere, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν, das die Gottheit Betreffende höher in Ehren halten, Her. 5, 63; πρεσβύτερον κακὸν κακοῦ, was größer, gewichtiger ist, Soph. O. R. 1364; πρεσβύτατον τοῦτο κρίνας, Thuc. 4, 61; ἐμοὶ οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον τοῦ ὡς ὅτι βέλτιστον ἐμὲ γενέσθαι, Plat. Conv. 218 d; χρεῶν πάντων πρεσβύτατα, Legg. IV, 717 d; u. adv., πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι, Rep. VIII, 548 c, die Gymnastik in höheren Ehren halten als die Musik. – 2) der Gesandte, weil man dazu die Aeltesten und Angesehensten wählte; im sing. nur bei Dichtern, wie Aesch. Suppl. 708, ἴσως γὰρ κήρυξ τις ἢ πρέσβυς μόλοι; vgl. ὁ πρέσβυς οὔτε τύπτεται οὔθ' ὑβρίζεται, Schol. Il. 4, 394; gen. πρέσβεως, Ar. Ach. 93; in Prosa πρεσβευτής. – Im plur. οἱ πρέσβεις, τῶν πρέσβεων, auch in Prosa, Thuc. u. A., wie Plat. Rep. VIII, 560 d; Xen. u. sonst. – 3) In der spartanischen Verfassung hat auch der sing. ὁ πρέσβυς, der Aelteste, eine politische Bedeutung und findet sich auch der gen. πρέσβεως dazu, Inscr. 1463. 1375.

Greek (Liddell-Scott)

πρέσβυς: -εως, ὁ, κλητ. πρέσβυ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 146· ― πρεσβύτης, γέρων, Λατ. senex, (ἡ παρὰ πεζογράφοις λέξις εἶναι πρεσβύτης), ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ., αἰτ. καὶ κλητ., ὁ πρ. Πόλυβος Σοφ. Ο. Τ. 941· Φοῖνιξ ὁ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 562· πατέρα πρέσβυν αὐτόθι 665· πρέσβυ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1013, 1121· ὦ πρέσβυ Εὐρ. Ὀρ. 476 ἀλλὰ τὸ ὁ πρέσβυς εἶναι ἐν χρήσει σχεδὸν ὡς τὸ ὁ πρεσβύτερος, ὁ γεροντότερος, ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 184. 05, 530: (περὶ τοῦ θηλ. ὅρα πρέσβα, πρέσβειρα, πρεσβηίς, πρέσβις)· ― πληθ. πρέσβεις, γέροντες, πρεσβύτεροι ἀείποτε μετὰ τῆς σημασίας τοῦ ἀξιώματος, ἄρχοντες, ἡγεμόνες (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ), Αἰσχύλ. Πέρσ. 840· Ἐπικ. πρέσβηες Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 245 (ἴδε πρεσβεύς)· ― δυϊκ. πρέσβη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 495. Ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνου τοῦ συγκρ. καὶ ὑπερθ., συγκρ. πρεσβύτερος, α, ον, γεροντότερος, Ἰλ. Λ. 787, Ο. 204, Ἡρόδ. 1. 6., 2. 2, Πίνδ., καὶ Ἀττ.· ἐνιαυτῷ, κατὰ ἓν ἔτος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 18· πρεσβυτέρα ἀριθ. μοῦ, πρεσβυτέρα παρὰ τὸν προσήκοντα ἀριθμόν, Πινδ. Ἀποσπ. 236· βουλαὶ πρεσβύτεραι, αἱ σοφαὶ βουλαὶ τῶν πρεσβυτέρων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 122· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 19 κἑξ.· ἐπὶ τὸ πρ. ἰέναι, ἡλικιοῦσθαι, γίνεσθαι πρεσβύτερον, Πλάτ. Νόμ. 631Ε· ― Ὑπερθ. πρεσβύτατος, η, ον, Ἰλ. Δ. 59, Λ. 740, Ἡσ. Θ. 234, κτλ.· μᾶλλον ὡρισμένως: πρ. γενεῇ Ἰλ. Ζ. 24· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 19, κ. ἀλλ.· ― περὶ τῶν ποιητ. τύπων πρέσβιστος, πρεσβίστατος, ἴδε πρέσβιστος, καὶ πρβλ. πρεῖγυς. 2) τὸ ὑπερθ. κεῖται συχν. ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ σεβάσμιος, σεβαστός, ἐκ τοῦ σεβασμοῦ τοῦ ἀπονεμομένου εἰς τοὺς ἡλικιωμένους καὶ πεπειραμένους, ἴδε ἐν λ. πρέσβιστος. 3) τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. κεῖνται ἐπὶ πραγμάτων, πρεσβύτερόν τι (ἢ οὐδὲν) ἔχειν, ὅπερ ἀκριβῶς = τῷ Λατ. aliquid (ἢ nihil) antiquius habere, θεωρῶ τι ἐντιμότερον ἢ πλείονος τιμῆς ἄξιον, ἐκτιμῶ τι περισσότερον, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν Ἡρόδ. 5. 63· οὐδὲν πρεσβύτερον νομίζω τᾶς σωφροσύνας Εὐρ. Ἀποσπ. 951· ἐμοὶ οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον τοῦ... Πλάτ. Συμπ. 218D· πρεσβύτατον κρίνειν τι Θουκ. 4. 61· πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι Πλάτ. Πολ. 548C (πρβλ. Liv. 7. 31 antiquior fides)· ― ἐντεῦθεν ἁπλῶς ἐπὶ μεγέθους, πρεσβύτερον κακὸν κακοῦ, μεγαλείτερον ἄλλου κακοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 1365· χρεῶν πάντων πρεσβύτατα Πλάτ. Νόμ. 717D· πρβλ. πρεσδεύω Ι. 2. ΙΙ. ὡς τὸ πρεσβευτής, ἀπεσταλμένος, ἐν τῷ ἑνικῷ μόνον παρὰ ποιηταῖς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 728· ὁ πρέσβυς οὔτε τύπτεται οὔθ’ ὑβρίζεται Ποιητὴς παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλιάδ. Δ. 394· γεν. πρέσβεως Ἀριστοφ. Ἀχ. 93· ― ἀλλ’ ὁ πληθ. πρέσβεις εἶναι εὐχρηστότερος τοῦ πρεσβευταί, Ἀριστοφ. Ἀχ. 61· σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 4. 118, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 13, Δημ. 398. 26, 1, κτλ.· γεν. πρέσβεων, δοτ. πρέσβεσι Ἀριστοφ. Ἀχ. 62. 76· ἐν τῇ αὐτῇ προτάσει ἀμφότεροι οἱ τύποι: πρεσβευτὰς οὖν... ὑμᾶς ἡμεῖς οἱ πρέσβεις ποιοῦμεν Ἀνδοκ. 28. 37. ΙΙΙ. ἐν Σπάρτῃ ὄνομα πολιτικῆς θέσεως διάφορον τοῦ γέρων (senator), οἱονεὶ πρῶτος ἢ πρόεδρος, τῶν ἐφόρων Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1237, 1326· νομοφυλάκων 1363· βιδέων 1364Α· συναρχίας 1347, 1375· τῆς φυλῆς 1273. 1377· τᾶς ὠβᾶς 1272 κἑξ. 2) ἐν τῷ συγκρ. πρεσβύτερος, μέλος τοῦ Ἰουδαϊκοῦ συμβουλίου, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιςϳ, 21, κτλ.· πρεσβύτερος, τῆς ἐκκλησίας, ἱερεύς, Πράξ. Ἀποστ. ιαϳ, 30, κϳ 17, Αϳ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. εϳ, 19, κτλ.· καὶ αὐτοὶ οἱ Ἀπόστολοι καλοῦσιν ἑαυτοὺς διὰ τοῦ ὁνόματος τούτου, Βϳ Ἐπιστ. Ἰω. αϳ, 1, Γϳ τοῦ αὐτοῦ αϳ, 1, πρβλ. Αϳ Ἐπιστ. Πέτρ. εϳ, 1. IV. ὄνομα τοῦ πτηνοῦ τροχίλου, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 11, 5, «πρέσβυς· γέρων. καὶ ὄρνις ὁ τρόχιλος» Ἡσύχ.· ― ὡσαύτως ὄνομα εἴδους κολοιοῦ ἢ κορώνης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 15. (Ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τὸ πρέσβυς εἶναι ταὐτὸν τῷ Λατ. pris-cus, παραβάλλων τὸν Κρητικὸν τύπον πρεῖγυς, ὃ ἴδε, καὶ ὅτι ἡ ῥίζα εἶναι ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ Σανσκρ. pra-yas, ὅπερ εἶναι συγκρ. τοῦ pra (πρό), ὅτε ἡ πρώτη σημασία εἶναι, ὁ προγενέστερος, ὁ πρότερον γεννηθείς). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρέσβεις· γέροντες. βασιλεῖς, ἄρχοντες, προτιμώμενοι. καὶ οἱ πρεσβευταὶ μεσῖται, ἀπόστολοι [ἢ] ἕνεκεν εἰρήνης». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.

French (Bailly abrégé)

voc. πρέσβυ, acc. πρέσβυν ; pl. nom. πρέσβεις;
I. adj.
1 vieux, âgé, ancien ; chef ; οἱ πρέσβεις les anciens, les chefs ; Cp. πρεσβύτερος, qqf pos. πρέσβυς, l’aîné;
2 p. ext. digne de respect, respectable, précieux, cher, considérable (cf. lat. nihil antiquius habere, etc.) : πρεσβύτατον κρίνειν τι THC juger qch comme très important ; τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν HDT mettre les choses divines au-dessus des choses humaines ; πρεσβύτερον κακόν SOPH mal plus considérable, plus grave;
II.πρέσβυς (gén. πρεσβέως, pl. nom. πρέσβεις) envoyé, député, ambassadeur;
Cp. πρεσβύτερος, Sp. πρεσβύτατος, poét. πρέσβιστος.
Étymologie: th. πρεσ- ou πρεισ- de πρό, cf. lat. pris- de priscus ; -βυ pour -γυ de la R. Γα > *Γεν, naître, v. γίγνομαι.

English (Autenrieth)

in Hom. only fem. πρέσβα, comp. πρεσβύτερος, sup. πρεσβύτατος: aged, venerable, honored, comp. older, sup. oldest; Ἥρη πρέσβα θεά, not with reference to age (although of course it never made any difference how old a goddess was), Il. 5.721; cf. Od. 4.59.

English (Slater)

πρέσβυς (-υς: comp. -υτέρων, -υτέραν, -ύτεραι: superl. -ύτατον.)
   1 old ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς (P. 4.282) comp., οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι συλαθεὶς ἀγενείων μένεν ἀγῶνα πρεσβυτέρων ἀμφ ἀργυρίδεσσιν (O. 9.90) βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος παρέχοντι his policies, those of an older man (P. 2.65) μὴ πρεσβυτέραν ἀριθμοῦ δίωκε, θυμέ, πρᾶξιν ? conduct older than your years fr. 127. 3. superl. εἶς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τ (O. 7.74)

Spanish

viejo, sabio

Greek Monolingual

-εως, ο, ΝΜΑ, πρέσβης Ν, τ. γεν. -εος και κρητ. δωρ. τ. πρέσγυς και κρητ. τ. πρεῑγυς, Α
1. πρεσβευτής
2. (στην αρχαιότητα) έκτακτος απεσταλμένος μιας ελληνικής πόλης προς άλλη, ο οποίος, ως αντιπρόσωπος τών αρχόντων της πατρίδας του και τών συμπολιτών του, έφερνε προτάσεις για ειρήνη, συμμαχία ή επιμαχία ή εκπροσωπώντας μια πολιτική παράταξη πήγαινε να ζητήσει επικουρία
αρχ.
1. γέρος, πρεσβύτης
2. (με τη σημ. του πρεσβύτερος) γεροντότερος
3. (στη Σπάρτη) ο πρώτος, ο πρόεδρος (α. «πρέσβυς τῶν ἐφόρων» β. «πρέσβυς τῆς φυλῆς»)
4. το πτηνό τροχίλος
5. (το αρσ. πληθ.) οι πρέσβεις
α) οι γέροντες
β) (ως αξίωμα) άρχοντες, ηγεμόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέσ-βυς αποτελεί αρχαϊκό τ. συνθέτου με α' συνθετικό την πρόθεση πρές «μπροστά» (βλ. λ. προς) και β' συνθετικό τη ρίζα gwā- «πηγαίνω» (πρβλ. βαίνω) με τη μορφή gwu- όπως στον αρχ. ινδ. vanar-gu- «αυτός που πηγαίνει στο δάσος» (πρβλ. και αρχ. ινδ. puro-gava- «αρχηγός»). Στην ύπαρξη χειλοϋπερωικού φθόγγου στο β' συνθετικό της λ. οφείλεται η εναλλαγή τών -β- και -γ- που παρατηρείται μεταξύ τών διαλέκτων. Οι δωρικές διάλεκτοι έχουν γενικεύσει τους τ. με -γ-, πρβλ. πρεσγευτάνς, πρεσγέα, ενώ ο αμάρτυρος τ. πρέσγυς μαρτυρείται στον τ. «σπέργυς
πρέσβυς», που παραδίδει το Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό. Ο τ. πρεγγευτάς έχει προέλθει με αφομοίωση του -σ- σε -γ- από τον τ. πρεσγευτάς, ενώ η ονομ. πληθ. πρισγε(ι)ες (που επιβεβαιώνει την ονομ. πληθ. πρεσβῆες του πρέσβυς) οφείλεται σε ιωτακισμό (πρβλ. υπερθ. πρίγιστος και πρήγιστος). Προβλήματα ωστόσο γεννά η εμφάνιση στην κρητική διάλεκτο τ. με φωνηεντισμό -ει-: πρεῖγυς, πρειγεύω (απ' όπου πρειγευτάς, πρειγεία, πρειγηΐα) και πρείγα. Οι τ. αυτοί κατά την επικρατέστερη άποψη έχουν σχηματιστεί με δυσερμήνευτες φωνητικές διαδικασίες (ανάπτυξη φωνηεντισμού -ι- μετά τη σίγηση του -σ-) από τους τ. πρέσγυς, πρεσγέα, κ.λπ. Η σύνδεση, τέλος, της λ. πρέσβυς με το αρμεν. ērec «πρεσβύτερος, ιερέας» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, αφού θα προϋπέθετε μορφή α' συνθετικό πρεισ-. Η λ. πρέσβυς χρησιμοποιείται στην Αρχαία Ελληνική σπανίως με σημ. «γέρος άνθρωπος» (για την οποία χρησιμοποιείται συνήθως η λ. γέρων) και συχνότερα με σημ. «σημαντική προσωπικότητα, πρεσβευτής, πληρεξούσιος». Στη Σπάρτη επίσης η λ. χρησιμοποιείται ως πολιτικός τίτλος «ο πρώτος, ο πρόεδρος» και γενικά «άρχοντας, ηγεμόνας». Στη λ. πρέσβυς λοιπόν παρατηρείται ένας συμφυρμός τών εννοιών της αρχαιότητας, της μεγάλης ηλικίας και της σπουδαιότητας, του σεβασμού και της πρωτοκαθεδρίας, που αποτελούν προνόμια της ηλικίας αυτής. Ο συγκρ. τ. πρεσβύτερος στους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δεύτερο βαθμό ιερωσύνης (πρβλ. λατ. presbyter). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. πρέσβης σχηματισμένος κατά τα πρωτόκλιτα αρσ. σε -ης].

Greek Monotonic

πρέσβυς: -εως, ὁ, κλητ. πρέσβυ,
I. 1. μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος, Λατ. senex (στον πεζό λόγο ο τύπος είναι πρεσβύτης), σε Σοφ., Ευρ.· ο πρέσβυς χρησιμ. περισσότερο όπως το πρεσβύτερος, ο μεγαλύτερος σε ηλικία, ο γεροντότερος, σε Αισχύλ.· πληθ. πρέσβεις, οι ηλικιωμένοι, οι γέροντες, πάντα με τη σημασία του αξιώματος, εννοώντας δηλ. οι άρχοντες, οι ηγεμόνες, στον ίδ.· Επικ. πρέσβηες, σε Ησίοδ.
2. ο Όμηρ. χρησιμοποιεί μόνο τον συγκρ. και υπερθ.· συγκρ. πρεσβύτερος, , -ον, μεγαλύτερος, γεροντότερος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· ἐνιαυτῷ, κατά ένα έτος, σε Αριστοφ.· βουλαὶ πρεσβύτεραι, οι σοφές γνώμες των ηλικιωμένων, σε Πίνδ.· υπερθ. πρεσβύτατος, , -ον, ο πιο μεγάλος, ο πιο ηλικιωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· ο συγκρ. και υπερθ. λέγεται για πράγματα, πρεσβύτερόν τιοὐδὲν) ἔχειν, Λατ. aliquidnihil) antiquius habere, θεωρώ κάποιον εντιμότερο ή πιο σημαντικό, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν, σε Ηρόδ.· πρεσβύτατον κρίνειν τι, σε Θουκ.· πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι, πιο υψηλά από..., σε Πλάτ.· απ' όπου, απλώς λέγεται για μέγεθος, πρεσβύτερον κακὸν κακοῦ, το ένα κακό πιο φοβερό από το άλλο, σε Σοφ.
II. όπως πρεσβευτής, εκπρόσωπος, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· πληθ. πρέσβεις, χρησιμ. περισσότερο απ' ότι το πρεσβευταί, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
III. άρχοντας, πρόεδρος· συγκρ. πρεσβύτερος, πρεσβύτερος, μέλος του Ιουδαϊκού συμβουλίου, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.· πρεσβύτερος της Εκκλησίας, ιερέας, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πρέσβυς: εως adj. (только nom., voc. πρέσβυ, acc. πρέσβυν; pl. - только в знач. πρέσβυς 2 - πρέσβεις и эп. πρέσβηες; dual. πρέσβη или πρεσβῆ; compar. πρεσβύτερος, superl. πρεσβύτατος и πρέσβιστος)
1) старый (ὁ π. Πόλυβος Soph.; ἄναξ Aesch.; οἱ παῖδες καὶ οἱ πρεσβύτεροι Xen.): πρεσβύτατος γενεῇ Hom. старший по рождению; ἐνιαυτῷ πρεσβύτερος Arph. годом старше; ἐπὶ τὸ πρεσβύτερον ἰέναι Plat. становиться старше, стареть;
2) почтенный, уважаемый (βουλαί Pind.);
3) значительный, важный: πρεσβύτερόν τι ποιεῖσθαι ἤ τι Her. ставить что-л. выше чего-л.; πρεσβύτατον κρίνειν τι Thuc. считать что-л. самым главным; πρεσβύτερον κακοῦ κακόν τι Soph. какое-л. неслыханное несчастье.
εως ὁ (преимущ. pl.)
1) старейшина, вождь Aesch.;
2) посол Aesch., Thuc., Xen., Dem., Arph.;
3) птица королек Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρέσβυς -εως [~ πρός] bij Hom. alleen comp. en superl., vocat. πρέσβυ; f. ook πρέσβειρα, -ας; plur. πρέσβεις, gen. πρέσβεων, dat. πρέσβεσι, acc. πρέσβεις; comp. πρεσβύτερος, superl. πρεσβύτατος en πρέσβιστος adj. bejaard, oud:; Νηρέα... πρεσβύτατον παίδων Nereus, de oudste van zijn kinderen Hes. Th. 234; ὁ πρέσβυς Πόλυβος de oude Polybus Soph. OT 941; ouder:; ἡγεμὼν ὁ πρέσβυς de oudere leider (van de twee Atriden, d.w.z. Agamemnon) Aeschl. Ag. 184; meestal comp.. πλεῖν ἢ ’ νιαυτῷ πρεσβύτερος meer dan een jaar ouder Aristoph. Ran. 18; νέων τε ὄντων καὶ ἐπὶ τὸ πρεσβύτερον ἰόντων zowel als ze jong zijn als wanneer ze wat ouder worden Plat. Lg. 631e. eerbiedwaardig:; ἐγὼ παλαιότατός εἰμι, σὺ δὲ πρεσβύτατος ik ben de oudste, maar jij de meest aanzienlijke Plut. Nic. 15.2; belangrijk, in comp.:; τὰ γὰρ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ἐποιεῦντο ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν want zij vonden de zaken van de goden belangrijker dan die van de mensen Hdt. 5.63.2; πρεσβύτερον ἔτι κακοῦ κακόν een kwaad dat nog erger is dan kwaad Soph. OT 1365; ἐμοὶ... οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον voor mij is niets belangrijker Plat. Smp. 218d; adv.. πρεσβυτέρως met meer eerbied Plat. Resp. 548c. subst. oude man:. δριμὺς πρέσβυς een scherpzinnige oude man Aristoph. Av. 255. gezant:. ἥξουσι πρέσβεις δεῦρο er zullen gezanten hierheen komen Aristoph. Av. 1532.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: the old, aged one (poet. Pi., trag.), president (Sparta); pl. πρέσβεις most ambassador, messenger (Att., Dor. inscr.); besides πρεσβ-ῆες (Hes. Sc. 245), -εῦσιν (Lyc.), du. -ῆ (Att.); cf. below on πρεσβεύω.
Other forms: Gen. (rare) -εως, -εος, acc. -υν, voc. .
Compounds: As 1. member a.o. in πρεσβυ-γενής first-born (A 249 a.o.).
Derivatives: 1. Comp. forms: πρεσβύ-τερος (with -τέριον council of elders [N.T.]), -τατος old, venerable, the eldest, most venerable (Il.); also πρέσβιστος most venerable (h. Hom., A., S. a.o.) after κράτιστος, κύδιστος, with the cross πρεσβίστ-ατος (Nic.). 2. Feminins: πρέσβα (θεά) the venerable, of Hera a.o. (ep. Il.), after πότνα (θεά)?; πρέσβεα (μήτηρ; poet. inscr. from Caria II-Ia), metr. cond.; πρέσβειρα (θεῶν a.o.; h. Ven. etc.), after πίειρα, -άνειρα a.o.; πρεσβηΐς (τιμή h.Hom.), after βασιληΐς a.o., cf. πρεσβῆες above. 3. πρεσβ-ήϊον n. gift of honour (Θ 289), -εῖον privilege (of age) (Att., hell.). 4. -εία f. right, privilege (of age) (A., Pl.), usu. embassy (Att.; to πρεσβεύω). 5. πρεσβύτης m. the old, aged one, enlargement of πρέσβυς after πολίτης a.o. (not with Fraenkel Glotta 34, 301 ff. innovation to πρεσβῦτις; IA.) with f. -ῦτις, adj. -υτικός senile (Att. etc.). 6. πρεσβύτης, -ητος f., Dor. -τας. -τατος (higher) age (inscr. Messene Ia [completed] a.o.; after νεότης). 7. πρέσβις f. age, rank, only in κατὰ πρέσβιν (h. Merc., Pl. a.o.); after κατὰ τάξιν a.o. 8. πρέσβος n. (object of) veneration, after κῦδος, κράτος a.o. 9. πρεσβ-εύω to be the eldest, to have precedence, to be ambassador, trans. to attend, venerate like a πρέσβυς, midd. to send ambassadors, also w. παρα-, συν-, ἀπο- a.o., with -ευτής m. ambassador, messenger (Att.; as singulative to πρέσβεις). -ευτικός, -εύτειρα, -ευτεύω, -ευμα, -ευσις; partly also πρεσβεία (s. ab. 4) and, as backformation, πρεσβεῦσιν dat. pl. (Lyc.; s. ab.; cf. Bosshardt 63). -- 10. Shortnames like Πρέσβων (to πρέσβειρα after πέπειρα : πέπων? Fraenkel KZ 43, 216 n.2). Πρέσβος a.o., s. Bechtel Hist. Personennamen 385. -- On the diff. writings and formations s. Lejeune Mém. de phil. myc. 239ff.
Origin: IE [Indo-European] [812] *pres-gʷeu- who goes in front
Etymology: Beside the above forms stand in Doric, esp. in Crete, and in Northwestgr. several byforms with γ for β and changing initial syllable: πρεῖγυς, πρείγιστος with comp. πρείγων, πρειγ-εύω with -ευτάς, -ήϊα, -εία; also πρείγα f. council of elders (Locris); πρεσγευτάς, πρεγγ-; later πρήγιστος with (Cos) -ιστεύω; πρεσγέα = πρεσβεία (Argos), πρισγε(ι)ες (Boeot.); also σπέργυς πρέσβυς and πέργουν πρέσβεις H. Common basis prob. πρεσγ- (with voiced σ; cf. πρεζβευτάς Delphi); from there through phonetical, in detail uncertain developments the other forms, s. Schwyzer 276, Seiler Steigerungsformen 59, Thumb-Kieckers 158, Kapsomenos Glotta 40, 46ff., Masson Glotta 41, 65ff., Lejeune l.c. (with rejection of Mycenaean interpretations). -- From the interchange β : γ follows an orig. IE labiovelar ; the preceding syllable, prob. to be taken as the 1. member of a compound, contains as is generally assumed a frozen adverb πρές in front (s. πρός). The final syllable resp. the final member is debated. By Bezzenberger BB 4, 345, Bloomfield AmJPh 29, 79 ff. compared with Skt. puro-gavá- leader, of which the 2. member is derived both from gaúḥ = βοῦς (so prop. *"leading bull"), as, and on better grounds, from a word for go (in βαίνω, βῆναι resp. Skt. jávate run) (so prop. *"who goes in fromt"). Thus a.o. Fraenkel Glotta 32, 17 u. 34, 301 ff., who wants to explain also Lith. žmogùs man in this way (prop. "going on earth"; s. also Wb. s.v. w. lit.); on the Skt. word esp Mayrhofer s. puráḥ. -- Very temptong is the connection with Arm. erēc̣, gen. eric̣u elder, priest (Meillet in Lejeune op. cit. 240 n. 9), of which the ē prob. continues a diphthong ei or oi (IE *preisgʷu-?) and usu. connected with Lat. prīscus. Cf. on μεσσηγύς: the second member continues a root *gʷeu-, a variant of *gʷem-.

Middle Liddell


I. an old man, Lat. senex, (the prose form is πρεσβύτησ), Soph., Eur.:— ὁ πρέσβυς is used much like ὁ πρεσβύτερος, the elder, Aesch.:—pl. πρέσβεις, elders, always implying dignity, chiefs, princes, Aesch.; epic πρέσβηες Hes.
2. Hom. uses only the comp. and Sup., comp. πρεσβύτερος, α, ον, elder, older, Il., Hdt., Pind., attic; ἐνιαυτῷ by a year, Ar.; βουλαὶ πρεσβύτεραι the wise councils of age, Pind.;—Sup. πρεσβύτατος, η, ον, eldest, Il., Hes., etc.: —the comp. and Sup. were used of things, πρεσβύτερόν τι (or οὐδὲν) ἔχειν = Lat. aliquid (or nihil) antiquius habere, to deem higher, more important, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν Hdt.; πρεσβύτατον κρίνειν τι Thuc.; πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι more highly than… , Plat.: —hence, merely of magnitude, πρεσβύτερον κακὸν κακοῦ one evil greater than another, Soph.
II. like πρεσβευτής, an ambassador, Aesch., Ar.;—pl. πρέσβεις is more used than πρεσβευταί, Ar., Xen., etc.
III. a chief, president: comp. πρεσβύτερος, an elder of the Jewish Council, NTest., etc.: an elder of the Church, presbyter, NTest.

Frisk Etymology German

πρέσβυς: {présbus}
Forms: Gen. (selten) -εως, -εος, Akk. -υν, Vok. -υ
Grammar: m.
Meaning: der Alte, Greis (poet. seit Pi., Trag.), Vorsteher (Sparta); pl. πρέσβεις meist Gesandte, Botschafter (att., dor. Inschr.); daneben πρεσβῆες (Hes. Sc. 245), -εῦσιν (Lyk.), du. -ῆ (att.) u.a.; vgl. unten zu πρεσβεύω;
Composita : als Vorderglied u.a. in πρεσβγενής erstgeboren (A 249 u.a.).
Derivative: Ableitungen. 1. Steigerungsformen: πρεσβύτερος (mit -τέριον das Kollegium der Ältesten [N.T.]), -τατος älter, ehrwürdiger, der älteste, ehrwürdigste (seit Il.); auch πρέσβιστος ehrwürdigst (h. Hom., A., S. u.a.) nach κράτιστος, κύδιστος, mit der Kreuzung πρεσβίστατος (Nik.). 2. Feminina: πρέσβα (θεά) die Ehrwürdige, von Hera u.a. (ep. seit Il.), nach πότνα (θεά); πρέσβεα (μήτηρ; poet. Inschr. aus Karien II-Ia), metr. bedingt; πρέσβειρα (θεῶν u.a.; h. Ven. usw.), nach πίειρα, -άνειρα u.a.; πρεσβηΐς (τιμή h.Hom.), nach βασιληΐς u.a., vgl. πρεσβῆες oben. 3. πρεσβήϊον n. Ehrengeschenk (Θ 289), -εῖον Vorrang des Alters, Privileg (att., hell. u. sp.). 4. -εία f. das Recht, der Vorrang des Alters (A., Pl.), gew. Gesandtschaft (att.; zu πρεσβεύω). 5. πρεσβύ̄της m. der Alte, Greis, Erweiterung von πρέσβυς nach πολίτης u.a. (nicht mit Fraenkel Glotta 34, 301 ff. Neubildung zu πρεσβῦτις; ion. att.) mit f. -ῦτις, Adj. -υτικός greisenhaft (att. usw.). 6. πρεσβύτης, -ητος f., dor. -τας. -τατος ‘(höheres) Alter’ (Inschr. Messene Ia [ergänzt] u.a.; nach νεότης). 7. πρέσβις f. Alter, Rang, nur in κατὰ πρέσβιν (h. Merc., Pl. u.a.); nach κατὰ τάξιν u.a. 8. πρέσβος n. ‘(Gegenstand der) Verehrung’, nach κῦδος, κράτος u.a. 9. πρεσβεύω der älteste sein, den Vorrang haben, Gesandter sein, trans. [[als πρέσβυς behandeln]], ehren, Med. Gesandte schicken, auch m. παρα-, συν-, ἀπο- u.a., mit -ευτής m. Gesandter, Botschafter (att.; als Singulativ zu πρέσβεις). -ευτικός, -εύτειρα, -ευτεύω, -ευμα, -ευσις; z.T. auch πρεσβεία (s. ob. 4) und, als Rückbildung, πρεσβεῦσιν Dat. pl. (Lyk.; s. ob.; vgl. Bosshardt 63). — 10. Kurznamen wie Πρέσβων (zu πρέσβειρα nach πέπειρα : πέπων? Fraenkel KZ 43, 216 A.2). Πρέσβος u.a., s. Bechtel Hist. Personennamen 385. — Zu den verschiedenen Schreibungen und Bildungen s. Lejeune Mém. de phil. myc. 239ff.
Etymology : An der Seite der obigen Formen stehen im Dorischen, namentlich in Kreta, und im Nordwestgr. mehrere Nebenformen mit γ für β und schwankender Anfangssilbe: πρεῖγυς, πρείγιστος mit Komp. πρείγων, πρειγεύω mit -ευτάς, -ήϊα, -εία; auch πρείγα f. Ältestenrat (Lokris); πρεσγευτάς, πρεγγ-; später πρήγιστος mit (Kos) -ιστεύω; πρεσγέα = πρεσβεία (Argos), πρισγε(ι)ες (Böot.); auch σπέργυς· πρέσβυς und πέργουν· πρέσβεις H. Gemeinsame Grundlage wohl immerhin πρεσγ- (mit stimmhaftem σ; vgl. πρεζβευτάς Delphi); daraus durch rein lautliche, im einzelnen strittige Vorgänge die übrigen Formen, s. Schwyzer 276, Seiler Steigerungsformen 59, Thumb-Kieckers 158, Kapsomenos Glotta 40, 46ff., Masson Glotta 41, 65ff., Lejeune a. O. (mit Ablehnung mykenischer Interpretationen). — Nicht sicher erklärt. Aus dem Wechsel β : γ ergibt sich ein urspr. idg. Labiovelar ; die vorangehende Silbe, vermutlich als Vorderglied eines Kompositums aufzufassen, enthält nach allgemeiner Annahme ein erstarrtes Adverb πρές voran (s. πρός). Die Endsilbe bzw. das Hinterglied ist umstritten. Von Bezzenberger BB 4, 345, Bloomfield AmJPh 29, 79 ff. mit aind. puro-gavá- Führer verglichen, dessen Hinterglied sowohl auf gaúḥ = βοῦς (somit eig. *"Leitstier"), wie, u.zw. mit besserem Recht, auf ein Wort für gehen (in βαίνω, βῆναι bzw. aind. jávate eilen) bezogen worden ist (also eig. *"der Vorangehende"; s. zu πάρος). So u.a. Fraenkel Glotta 32, 17 u. 34, 301 ff., der auch lit. žmogùs Mensch auf dieselbe Weise erklären will (eig. "auf der Erde gehend"; s. auch Wb. s.v. m. Lit.); zum aind. Wort besonders Mayrhofer s. puráḥ. — Sehr verlockend ist die Zusammensetzung mit arm. erēc̣, Gen. eric̣u Ältester, Priester (Meillet bei Lejeune op. cit. 240 A. 9), dessen ē indessen einen Diphthong ei od. oi voraussetzt (idg. *preisgʷu-?) und gewöhnlich mit lat. prīscus verbunden wird.
Page 2,592-593