ἀναθεραπεύω

Revision as of 12:40, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

A rear with care, τοὺς βλαστούς Thphr.HP4.13.3.

German (Pape)

[Seite 188] = simpl., Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθεραπεύω: περιποιοῦμαι μετὰ προσοχῆς, τοὺς βλαστοὺς Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 13, 3.

Spanish (DGE)

hacer rebrotar τοὺς βλαστούς Thphr.HP 4.13.3.

Greek Monolingual

ἀναθεραπεύω)
νεοελλ.
θεραπεύω εκ νέου, ξαναθεραπεύω
αρχ.
περιποιούμαι με προσοχή, φροντίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + θεραπεύω.