Ἀμφικτυονικός

Revision as of 14:32, 6 May 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ή, όν, A belonging to the Amphictyons or their League, Ἀμφικτυονικαὶ δίκαι = trials in the court of Amphictyons, D.18.322: ἱερά offerings made at their meeting, Lexap.eund. 23.37; πόλεμος D.18.143; τὰ χρήματα τὰ Ἀμφικτυονικά IG2.545.6; Ἀμφικτυονικὸν ἔγκλημα IG12(5).526.4 (Ceos, iii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

Ἀμφικτυονικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας ἢ εἰς τὸν σύνδεσμον αὐτῶν, Ἀμφ. δίκαι, αἱ ἐν τῷ συνεδρίῳ αὐτῶν δίκαι, Δημ. 331. 29· ἱερὰ Ἀμφ., προσφοραὶ ἢ θυσίαι γινόμεναι κατὰ τὴν σύνοδον τῶν Ἀμφικτυόνων, Νόμ. παρὰ Δημοσθ. 632. 1· πόλεμος Ἀμφ. Δημ. 275. 20· τὰ χρήματα τὰ Ἀμφ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 7, πρβλ. 26· Ἀμφ. ἔγκλημα 2350. 4.

French (Bailly abrégé)

v. Ἀμφικτιονικός.

Greek Monotonic

Ἀμφικτυονικός: -ή, -όν, Αμφικτυονικός, αυτός που ανήκει στους Αμφικτύονες, σε Δημ.

Middle Liddell

Amphictyonic, of the Amphictyons, Dem.