βούνευρο

Revision as of 12:06, 21 May 2021 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

το (Μ βούνερον)
1. μαστίγιο από δέρμα βοδιού
2. το γεννητικό μόριο του ταύρου, που χρησιμοποιείται ως μαστίγιο.