περιπάσσω
English (LSJ)
Att. περιπάττω, A strew, sprinkle all round, ὀρίγανον Sotad. Com.1.28; τενθίδας ἡδύσμασι Alex.84.4; ἄλευρον π. αὐτῷ πρὸς τὴν πῆξιν Thphr.HP9.1.7, cf. Arist.Mir.845a32 :—Pass., to be sprinkled, ὑπ' ὀριγάνου Id.HA534b22; τινι with a thing, Gal.6.533.
German (Pape)
[Seite 586] att. -ττω (s. πάσσω), umstreuen, ringsum bestreuen; περιπάσας ὀρίγανον, Sotad. com. bei Ath. VII, 293 e; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
περιπάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -πάσω, πάσσω ἢ πασπαλίζω ὁλόγυρα, ὀρίγανον Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλει.» 1. 28· ἄλευρον π. αὐτῷ πρὸς τὴν πῆξιν Θεοφρ. περὶ. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 146. - Παθ., πάσσομαι, πασπαλίζομαι, ὑπ’ ὀριγάνου ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 27· τινι, μέ τι, Γαλην. 6. 533· - ῥηματ. ἐπίθ., περίπαστος, ον, ὁλόγυρα πασπαλισμένος, Ἱππ. 560. 51, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 293F.
Greek Monolingual
και αττ. τ. περιπάττω Α
πασπαλίζω κάτι ολόγυρα («ἄλευρον περιπάττει αὐτῷ πρὸς τὴν πῆξιν», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πάσσω «πασπαλίζω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπάσσω Ion. voor περιπάττω.
Russian (Dvoretsky)
περιπάσσω: атт. περιπάττω посыпать (ἄλφιτα λευκά Arst.): ὑπὸ θείου περιπαττόμενος Arst. посыпанный серой.