παραστέλλω

Revision as of 08:55, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

English (LSJ)

A draw aside, of a curtain, Hld.10.28; τὴν γαστέρα Gal.2.523; contract, τοὺς μῦς ib. 225 :—Pass., to be drawn aside, Sor. 2.61. 2 reduce a swelling, Hp.Epid.5.69. 3 check, πλάδον Sor.1.49 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 500] bei Seite stellen, Heliod. 10, 27 u. a. Sp.; aufhalten, hemmen, Hippocr.; τινά τινος, Sp. – Med. ankommen. Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

παραστέλλω: συστέλλω, ἐπὶ ἱστίου, Ἡλιόδ. 10. 28· τὴν γαστέρα Γαλην. 2) ἐμποδίζω, «σταματῶ», Ἱππ. 1157C. 3) μετὰ γεν., ἀφαιρῶ, ἀποστερῶ, τοῦ ζῆν, τῆς ἠγεμονίας Εὐστ. Πονημάτ. 280, 20, κτλ.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
(με γεν.) αφαιρώ, αποστερώπαραστέλλω τοῦ ζῆν», Ευστ.)
αρχ.
1. (σχετικά με παραπέτασμα) σύρω, τραβώ, τοποθετώ στα πλάγια («τὸ καταπέτασμα μικρὸν παραστείλασαι», Ηλιόδ.)
2. συστέλλω, συσφίγγωπαραστέλλω τοὺς μῡς», Γαλ.)
3. ιατρ. ελαττώνω μιαν εξοίδηση, ένα πρήξιμο
4. εμποδίζω, σταματώ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-στέλλω reduceren (van een zwelling).