ἐποφθαλμιάω

Revision as of 09:22, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

English (LSJ)

A cast longing glances at, ogle, τινι Ael.NA3.44, cf. Fr.81; ἐ. χρήμασι Plu.Caes.2; πρὸς τὸν πλοῦτον Id.Dem.25; eye jealously, τοῖς ἔργοις τινός POxy.1630.6 (iii A.D.); v.l. in Hyp.Fr.258.

German (Pape)

[Seite 1011] anäugeln, mit gierigen od. neidischen Augen worauf sehen, Poll. 2, 62 erkl. ἐπιθυμεῖν τινος; so Plut. ἐκείνου τοῖς χρήμασιν ἐποφθαλμιῶντος Caes. 2; πρὸς τὸν πλοῦτον Dem. 25; liebäugelnd ansehen, Ael. H. A. 1, 12; τινί, 3, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποφθαλμιάω: ῥίπτω βλέμματα πλήρη ἐπιθυμίας εἴς τι, ἐπιθυμῶ τινος, τινι Αἰλ. π. Ζ. 3. 4· ἐπ. χρήμασι Πλουτ. Καῖσ. 2· πρὸς τὸν πλοῦτον ὁ αὐτ. ἐν βίῳ Δημοσθ. 25· πρβλ. Dorv. Χαρ. σ. 86, Schaif Λογγ. σ. 350· ἴδε ἐποφθαλμέω.

French (Bailly abrégé)

1 jeter un œil d’envie, un regard de convoitise : τινι, πρός τι sur qch;
2 adresser un regard amical : τινι à qqn.
Étymologie: ἐπί, ὀφθαλμός.

Greek Monotonic

ἐποφθαλμιάω: λοξοκοιτάζω με επιθυμία, με λαχτάρα, με δοτ., ή πρός τι, σε Πλούτ.

Middle Liddell


to cast longing glances at, c. dat., or πρός τι Plut.