ἀλωπέκιον

Revision as of 10:19, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

τό, Dim. of ἀλώπηξ, A little fox, Ar.Eq.1076,1079.

German (Pape)

[Seite 113] τό, Füchslein, Ar. Eq. 1071; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλωπέκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀλώπηξ = μικρὰ ἀλώπηξ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1076. 1079.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de ἀλώπηξ.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
zorrito Ar.Eq.1076, 1078, Plu.2.234a.

Greek Monolingual

ἀλωπέκιον, το (Α)
1. μικρόσωμη ή μικρής ηλικίας αλεπού και απλώς αλεπού, αλεπουδάκι, αλεπούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ-, θ. της λ. ἀλώπηξ + υποκορ. κατάλ. -ιον].

Greek Monotonic

ἀλωπέκιον: τό, υποκορ. του ἀλώπηξ, μικρή αλεπού, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλωπέκιον: (ᾰ) τό [demin. к ἀλώπηξ лисенок Arph.

Middle Liddell

[Dim. of ἀλώπηξ
a little fox, Ar.

English (Woodhouse)

little fox