ἀκρονύκτιος

Revision as of 10:59, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]del " to "]] del ")

English (LSJ)

ον, = ἀκρόνυκτος (rising at sunset), Ἄρης Man. 5.177.

German (Pape)

[Seite 84] im Spätaufgange, von Sternen, Maneth. 5, 177.

Spanish (DGE)

-ον que sale al anochecer del planeta Marte, Man.5.177.

Greek Monolingual

-α, -ο και ακρόνυχτος, -η, -ο (AM ἀκρονύκτιος, -ιον, Α και ἀκρόνυκτος, -ον)
αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κατά την αρχή της νύχτας, στο σούρουπο
νεοελλ.
(το ουδ. ως επίρρ.) το ακρόνυχτο
τα ξημερώματα, την αυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -νύκτιος < νύξ].