ἀπεκλέγομαι

Revision as of 16:20, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

English (LSJ)

A pick out and reject, Dsc.1.7, Antip.Stoic.3.252, Arr.Epict.4.7.40.

German (Pape)

[Seite 285] beim Auswählen verwerfen, Diosc.; Antip. bei Clem. Al. Strom. 2, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεκλέγομαι: μέσ. διαλέγω καὶ ἀπορρίπτω τὰ μὴ καλά, ἀποχωρίζω, τὴν μέντοι μέλαιναν καὶ δυσκάτακτον ἀπεκλέγου Διοσκ. π. Ὕλ. Ἰατρ. Γ. 22 (25).

Spanish (DGE)

desechar de una planta ἣν δεῖ ἀπεκλέγεσθαι Dsc.1.7, ζῆν ... ἀπεκλεγομένους ... τὰ παρὰ φύσιν Antip.Stoic.3.252, τὰ (τῶν ἀδιαφόρων) ἀπεκλέγεται Chrysipp.Stoic.3.29, cf. Arr.Epict.4.7.40.

Greek Monolingual

ἀπεκλέγομαι (Α)
ξεδιαλέγω, αποχωρίζω τα άχρηστα ή τα περιττά.