εὐγήρως

Revision as of 09:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ων, A enjoying a green old age, Arist.Rh.1361b28, Call.Epigr. 41.6, Epigr.Gr.223.2 (Milet.), Ph.1.515, al.: nom. pl. εὔγηροι Hp.Vict. 1.32, Arist.HA615a33: neut. εὔγηρα Hp.Art.58.

German (Pape)

[Seite 1059] von glücklichem Alter, ὁ, der glückliche Greis, Arist. rhet. 1, 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγήρως: -ων, ὁ εὐτυχὲς διερχόμενος γῆρας, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ταχυγήρως, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 1 5, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 41, Ἐπιτύμβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2892· πληθ. ὀνομαστ. εὔγηροι ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. ἐν τῷ π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 3· οὐδ. εὔγηρα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 825. - Παρ’ Ἡσυχ. εὕρηται Ὑπερθετ. «εὐγηρότατος· καλῶς γηρῶν».

Greek Monolingual

εὐγήρως, πληθ. εὔγηροι, -ων, εὔγηρα) (Α)
αυτός που περνάει καλά γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γηρως (-ος) (< γήρας), πρβλ. α-γήρως.

Russian (Dvoretsky)

εὐγήρως: ων adj. наслаждающийся счастливой старостью Arst., Plut.