θρασύστομος

Revision as of 09:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A over-bold of tongue, insolent, A.Th.612, Ag.1399, E.Fr.3.

German (Pape)

[Seite 1216] kühn, keck redend; neben ἀνόσιος Aesch. Spt. 694, vgl. Ag. 1372.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾰσύστομος: -ον, θρασὺς τὴν γλῶσσαν, ἀλαζών, Αἰσχύλ. Θήβ. 612, Ἀγ. 1399, Εὐρ. Ἀποσπ. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle hardiment, arrogant.
Étymologie: θρασύς, στόμα.

Greek Monolingual

θρασύστομος, -ον (Α)
αυθάδης, αυτός που μιλά αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος, μεγαλό-στομος].

Greek Monotonic

θρᾱσύστομος: -ον (στόμα), αυτός που μιλά με θρασύτητα, αυθάδης, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θρᾰσύστομος: держащий высокомерные речи, дерзкий на язык Aesch., Eur.

Middle Liddell

θρᾰσύ-στομος, ον στόμα
bold of tongue, insolent, Aesch.

English (Woodhouse)

audacious in speech, bold of speech, free of speech