κάρθρα

Revision as of 10:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

τά, A wages for clipping or shearing, Edict.Diocl.7.20; cf. κάρτρα.

Greek (Liddell-Scott)

κάρθρα: τά, (κείρω) μισθὸς κουρᾶς προβάτων, «κουρευτικά», Ἐπιγρ. Λεβαδείας τῶν χρόνων Διοκλητιανοῦ ἐν Mitth. d. d. arch. Inst. V. σ. 70.

Greek Monolingual

κάρθρα, τὰ (Α)
επιγρ. αμοιβή, μισθός κουράς προβάτων, κουρευτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κείρω «κουρεύω» + κατάλ. -θρον (πρβλ. βά-θρον, έλκη-θρον). Εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα του ρηματ. θ. όπως το ρηματ. επίθ. καρ-τός, ο παρακμ. κέ-καρ-μαι κ.λπ.].