κατάλιθος

Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A set with precious stones, ὕφασμα LXXEx.28.17.

German (Pape)

[Seite 1360] voll von Steinen, mit Steinen besetzt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλῐθος: -ον, πλήρης λίθων, κεκοσμημένος μὲ πολυτίμους λίθους, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 17).

Greek Monolingual

κατάλιθος, -ον (Α)
στολισμένος με πολύτιμους λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -λιθος (< λίθος), πρβλ. μονό-λιθος, υπό-λιθος].