ηέντονο ερωτικό συναίσθημα που παραμένει ανικανοποίητο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (II) με τη σημ. «σφοδρή επιθυμία» + κατάλ. -ούρα (πρβλ. καμπ-ούρα, μουρμ-ούρα)].