κατάγιαλα

Revision as of 13:18, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

επίρρ. πολύ κοντά στη θάλασσα, στον γιαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + γιαλός + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. άψογ-α, λαίμαργ-α].