κλινοστρόφιον

Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

τό, A engine of torture, Agath. 4.1 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

κλινοστρόφιον: τό, κολαστήριον ὄργανον, Ἀγάθ. 107Β (Casaub. χειρο-).

Greek Monolingual

κλινοστρόφιον, τὸ (Α)
όργανο βασανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -στρόφιον (< στρόφιον < στρόφος < στρέφω), πρβλ. πηλο-στρόφιον, χειρο-στρόφιον.