κοινοταφής

Revision as of 13:37, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ές, A in which all must be buried, Λύσιλλαν κατέχει κ. θάλαμος Ath.Mitt.10.405 (iv B.C.).

Greek Monolingual

κοινοταφής, -ές (Α)
επιγρ. (για θάλαμο) αυτός που χρησιμεύει ως κοινός τάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -ταφής (< τάφος), πρβλ. νεο-ταφής].