κοματροφῶ, -έω (Α)τρέφω κόμη, αφήνω μαλλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη «μαλλιά + -τροφῶ (< -τροφος < τροφός < τρέφω), πρβλ. γηρο-τροφώ, θηρο-τροφώ].