ή, όν, A made into a world, Aristo Stoicus ap.Simp.in Cat. 188.35.
κοσμωτός, -ή, -όν (Μ)αυτός που έχει μεταβληθεί σε κόσμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος + επίθημα -ωτός (πρβλ. κεγχρ-ωτός, σπονδυλ-ωτός].