κρουσιφλεγής

Revision as of 14:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-ές και κρουσίφλογος, -η, -ο
αυτός που αναφλέγεται κατά την κρούσηκρουσιφλεγής οβίδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρουσιφλεγής < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. κρούσ-ις) + -φλεγής (< φλέγω), πρβλ. κοσμο-φλεγής, πυρι-φλεγής, ενώ ο τ. κρουσίφλογος < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. κρούσις) + -φλογός (< φλόγα), πρβλ. ολό-φλογος, πυρί-φλογος. Οι λ. είναι σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος. Ο τ. κρουσίφλογος μαρτυρείται από το 1853 στον Γρηγ. Χαντσερή].