κοψίδι

Revision as of 14:08, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

το
1. μικρό κομμάτι, συνήθως άχρηστο, που έχει αποκοπεί, απόκομμα
2. μικρό κομμάτι κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόψη + υποκορ. κατάλ. -ίδι (πρβλ. βαλαν-ίδι, λεπ-ίδι)].