λαμποκόπι

Revision as of 14:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

το
το λαμποκόπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + -κόπι (< κόπος), πρβλ. ιδρο-κόπι, μεθο-κόπι].