(Α λιθιῶ και λιθῶ, -άω)πάσχω από λιθίασηαρχ.πάσχω από αρθρίτιδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + επίθημα -ιάω, -ιώ, δηλωτικό ασθένειας (πρβλ. κορυζ-ιώ, μυρμηκ-ιώ)].