λυγερός

Revision as of 14:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-ή, -ό και λυγηρός, -ά, -ό (AM λυγηρός, -ά, -όν, Μ και λυγερός, -ή, -όν)
εύκαμπτος, ευλύγιστος
νεοελλ.-μσν.
1. (για πρόσ.) ψηλός και λεπτός, ευσταλής, κομψός
2. το θηλ. ως ουσ. η λυγερή
(για νέα γυναίκα) ψηλή, κομψή και ευκίνητη
μσν.
(το ουδ. στην αιτ. ως επίρρ.) λυγηρόν
με μαλακό, με λεπτό, πράο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυγέα (λυγιά) + κατάλ. -ερός και -ηρός (πρβλ. λαμπ-ερός / λαμπ-ηρός)].